- πολιτισμολογία
- η, Ν(ανθρωπολ.-κοινων.) η συστηματική μελέτη τών πολιτισμών και ιδίως εκείνων που έχουν παρέλθει ή που βρίσκονται έξω από τη διαδικασία τής βιομηχανικής ανάπτυξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτισμός + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
πολιτισμολόγος — ο, η, Ν (ανθρωπολ. κοινων.) επιστήμονας ειδικευμένος στην πολιτισμολογία … Dictionary of Greek